στρομβοειδής

στρομβοειδής
ης, ες
1) похожий на юлу, волчок; 2) конический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρομβοειδής" в других словарях:

  • στρομβοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα στρόμθου, κώνου, κωνοειδής αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβοειδῆ ζωύφια με σπειροειδές όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα, κουκουνάρι» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • στρομβοειδῆ — στρομβοειδής like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στρομβοειδής like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στρομβοειδής like a masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρομβοειδῶν — στρομβοειδής like a masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρομβώδης — ῶδες, Α [στρόμβος] 1. στρομβοειδής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ αυτά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»